Tuesday, July 10, 2007

Τα Πάθη του Λαζάρου

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης…Θερμοκρασία άνω των 30 βαθμών τα μεσάνυχτα…ο Λάζαρος φώναξε τον Άδη (τον Θεό της βλακείας, όχι του Κάτω Κόσμου)…

«Άδη, έλα να μας συναντήσεις σε ένα μπαράκι. Έχει λαϊκή αύριο το πρωί ένα στενό παραπάνω, θα βρεις άνετα να παρκάρεις, έχει αδειάσει ο τόπος»

Ο Θεός τα άκουγε…καθόταν στο BΑRadise μαζί με τους φίλους του, και έβλεπε τον Λάζαρο και τον Άδη μέσα από το κινητό του. Γυρνάει στον Βούδα, «είσαι να στήσουμε μια πλακίτσα στα παιδιά;» Ο Βούδας αρνείται, γυρνάει στον Κομφούκιο, αρνείται, «και εσύ τέκνον, Εωσφόρε;» Το βλέμμα του Εωσφόρου μίλησε από μόνο του.

Η φάρσα ήταν αρχικά στον Άδη. Καθώς κατέβαινε και έψαχνε για τη θέση πάρκινγκ, ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία να αποφύγει τη φάρσα. Μια λαχταριστή (;) θέση, πολύ κοντά στον προορισμό του. «ΟΧΙ», ανέκραξε ο Άδης με μανία. «This is madness!» Τότε πήρε μπρος ο Διάβολος.

Ο Διάβολος πήρε μπρος, το Clio όμως που βρισκόταν σε θέση πάγκου στη λαϊκή αρνήθηκε να πάρει μπροστά. Για μια ώρα, ο Άδης πάλευε να θέσει το Clio σε λειτουργία. Φοβηθήκαμε ότι το αυτοκίνητο βαρέθηκε τις βλακείες και την κακομεταχείριση και πήγε στο παζάρι να αυτό-πωληθεί. Ο Λάζαρος σηκώνεται 3 ώρες μετά, πηγαίνει 3 χιλιόμετρα μακριά, μπας και έχει κρυώσει, ώστε να το βάλει μπρος και να το πάρει από εκεί. ΟΧΙ. Το Clio είχε στυλώσει τα πόδια του σαν γαϊδούρι. Η μίζα γυρνούσε, ο κινητήρας δεν «έσκαγε» να πάρει μπροστά. Ο Λάζαρος πίστεψε ότι δεν έφταιγε ο αισθητήρας σφονδύλου, αφού υποτίθεται ότι στις 3 ώρες που μεσολάβησαν, ο κινητήρας θα είχε κρυώσει και άρα, θα έπαιρνε μπροστά. Γράφει ένα χαρτάκι «ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ – ΒΛΑΒΗ», για τα μάτια της Δημοτικής Αστυνομίας και το αφήνει στο παρμπρίζ. Τότε άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου.

Λίγες ώρες μετά, έχει ξημερώσει μια καυτή μέρα. Το Sunny, ακούραστος Λαζαροφόρος, αρχίζει τα πήγαινε-έλα μέσα στην πόλη. Ο ηλεκτρολόγος λέει «Πάνε βάλ’το μπροστά, αν παίρνει φέρ’το εδώ, είναι ο αισθητήρας. Αν δεν παίρνει, οδική και η ζημιά θα είναι μεγάλη». Ωραία.

Ο Λάζαρος φτάνει στο παζάρι. Πλησιάζοντας, βρίσκει το χαρτί της Δημοτικής Αστυνομίας. 80€ για τα ταμεία του Φτερωτού Ηλίθιου. Το χαρτί που λέει ότι είναι ακινητοποιημένο λόγω βλάβης, δεν συγκίνησε κανέναν. Αρχίζουν και ακούγονται τα πρώτα μπινελίκια. Νευριάζει. Ο πωλητής που βρισκόταν εκεί δίπλα, του λέει «Ρε φίλε, ήρθες, το άφησες εδώ, δεν μπορούσες να αφήσεις ένα χαρτί ότι δεν ξεκινάει;» Ο Λάζαρος αντιλαμβάνεται ότι μιλάει με αναλφάβητο! Μετά την ατάκα ορόσημο «Ρε, λες για χόμπι να πάρκαρα εδώ;» μουρμουράει κάτι, ανοίγει το καπό και ψάχνει να βγάλει και να ξαναβάλει το φις στον αισθητήρα. Την ώρα εκείνη, ΕΠΡΕΠΕ να περάσει ένα βανάκι από το σημείο, ανάποδα στον μονόδρομο. Ήταν φως φανάρι ότι δεν χωρούσε να περάσει. Ήταν φως φανάρι ότι ο οδηγός του ήταν ταούκι (=κοτόπουλο). Ήταν φως φανάρι ότι ΕΠΡΕΠΕ να συμβεί και αυτό. Του κάνουν κουμάντο δυο τύποι. Να χωρέσει ανάμεσα στο Clio, που είχε ανοιχτό καπό και τον Λάζαρο να πειράζει τη μηχανή, και σε έναν μεταλλικό πάγκο με ψάρια. Ο Λάζαρος ακούει το φτερό του Clio να μαγκώνει. Το «ΡΕ Μ@Λ@Κ@, ΣΤΑΜΑΤΑ» ακούγεται 500 μέτρα μακριά. Το ταούκι δεν έβλεπε καν ότι ο καθρέπτης του θα έσκαγε πάνω στο ανοικτό καπό του αυτοκινήτου και θα το έπαιρνε μαζί του. Του φωνάζουν να κάνει πίσω, το φτερό ξεκρεμάει και ξαναμαγκώνεται. Ο ιδιοκτήτης του βαν, όχι ο οδηγός, έρχεται και αρχίζει να βρίζει τον Λάζαρο. Ο Λάζαρος όμως έχει στο οπλοστάσιό του δυνατή φωνή και ρεπερτόριο. Οι παραδίπλα πωλητές είναι έτοιμοι να κάνουν πρόταση συνεργασίας, ο Λάζαρος είναι κελεπούρι –δυνατή φωνή, τρελό μπινελίκι, τα έχει όλα για Λαϊκάντζας-. Σπρώχνει μόνος του το αυτοκίνητο, μπας και χωρέσει το ταούκι. Χωράει τελικά, αλλά ο ιδιοκτήτης έρχεται και ζητάει τα ρέστα, για το σπασμένο εμπρός φανάρι, τον κρεμασμένο προφυλακτήρα και το γρατζουνισμένο φτερό.

Ο Λάζαρος σκάει στα γέλια, «Και τι φταίω εγώ που ο μ@λ@κ@ς ο οδηγός σου είναι άσχετος; Ας πήγαινε από την άλλη μεριά αν έπρεπε να φορτώσει, να ήταν και νόμιμος!» Πηγαίνει σε έναν ηλεκτρολόγο αυτοκινήτων εκεί δίπλα. Του λέει σούξου μούξου μανταλάκια, ο αισθητήρας μπλα μπλα μπλα…ο ηλεκτρολόγος –ο οποίος είχε δει τουλάχιστον 3 δικτατορίες στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας- τον γράφει…παίρνει το κλειδί και το καθαρίζει με οινόπνευμα. «Αν ήταν ο αισθητήρας, δεν θα έπαιρνε ποτέ, ούτε κρύος ούτε ζεστός». Ορίστε. 20 χρόνια εμπειρίας των αυτοκινητοβιομηχανιών στα ηλεκτρονικά συστήματα ανάφλεξης πήγαν στράφι. Ο Λάζαρος γυρνάει τη μίζα και –ώ του θαύματος- το Clio ξαναζωντανεύει. Φαίνεται δεν βρήκε κανέναν αξιόλογο να γίνει αφεντικό και γύρισε…

Χτυπάει το κεφάλι του στην κολώνα, την ίδια κολώνα που έλεγε «Απαγορεύεται η στάθμευση – Λαϊκή κάθε Δευτέρα»…Πλέον η φάρσα έχει στραφεί στον Λάζαρο. Το συννεφάκι με τη βροχή είναι από πάνω του. Σηκώνεται και φεύγει, ο αναλφάβητος πωλητής φωνάζει «μην τους ακούς τους μ@λ@κες...παρ’το και φύγε, και την κλήση να πεις να τη σβήσουν».

Τρέχει στον ηλεκτρολόγο, χωρίς να σβήσει την μηχανή. Γιατί αν την έσβηνε, δεν θα έπαιρνε μπροστά τουλάχιστον μέχρι να κρυώσει. Δεν έφαγε το παραμύθι με το κλειδί που λόγω βρωμιάς δεν έκανε επαφή με τον εγκέφαλο.

Η φάρσα όμως δεν τέλειωσε...

No comments: